- παρθενοκτόνος
- παρθενο-κτόνος, ον,A maiden-slaying, Lyc.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρθενοκτόνος — ον Α αυτός που φονεύει παρθένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο κτόνος] … Dictionary of Greek
παρθενοκτόνον — παρθενοκτόνος maiden slaying masc/fem acc sg παρθενοκτόνος maiden slaying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο … Dictionary of Greek
παρθενοκτονία — ἡ, Α [παρθενοκτόνος] ο φόνος παρθένων … Dictionary of Greek